- σαπουνόνερο
- το мыльная вода
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σαπουνόνερο — το, Ν νερό που περιέχει διάλυμα σαπουνιού, η σαπουνάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαπούνι + νερό] … Dictionary of Greek
σαπουνόνερο — το διάλυμα σαπουνιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νερό — Χημική ένωση με τύπο Η2Ο. Υπάρχει στη φύση σε μεγάλες ποσότητες, σε υγρή, στερεή και αέρια κατάσταση. Κάθε μόριό του αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου Στην αρχαία ελληνική και στην καθαρεύουσα λέγεται ύδωρ. Το ν. είναι βασικός … Dictionary of Greek
βακτηριοκτόνα — Χημικές ενώσεις που χρησιμοποιούνται για να θανατώνουν τα βακτήρια. Οι ενώσεις του είδους είναι απαραίτητες για τις αποστειρώσεις. Β. θεωρούνται οι ενώσεις των αλογόνων και, ιδιαίτερα, τα υποχλωριώδη και υποβρωμιώδη άλατα. Η ισχυρή δράση τους… … Dictionary of Greek
σκάμμα — το, ατος 1. σκαμμένος τόπος και στρωμένος με άμμο στα γυμναστήρια όπου γίνονται τα άλματα. 2. σαπουνόνερο που μένει στη σκάφη μετά το πλύσιμο των ρούχων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)